-
1 πληγή
A blow, stroke,πεπληγὼν πληγῇσιν Il.2.264
, etc.;πᾶν ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται Heraclit.11
, cf. Pl.Criti. 109b, Erasistr. ap. Ps.-Dsc.Ther.18;ἡ π. τοῦ τραύματος Pl.Lg. 877b
: freq. joined with Verbs of cogn. signf.,πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag. 1343
;τύπτει τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί Ar.Ra. 636
; τύπτεσθαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι ν πληγάς Lexap.Aeschin.1.139;πολλὰς πληγὰς μαστιγούσθω Pl.Lg. 914b
(but in such phrases πληγήν or πληγάς is freq. omitted,τρίτην ἐπενδίδωμι A.Ag. 1386
;τυπτόμενος πολλάς Ar. Nu. 972
, cf. D.19.197;ὀλίγας παῖσαι X.An.5.8.12
; , cf. 879e, 2 Ep.Cor.11.24): the person struck is said πληγὰς λαβεῖν, Ar.Ra. 673;ὑπὸ τῶν ῥαβδούχων Th.5.50
, etc.;πληγῶν δεῖσθαι Ar.Nu. 493
;πληγὴν ἔχω Anaxandr.72
;ὑπὸ τὴν π. τοῦ ἀκοντίου ὑπελθεῖν Antipho3.4.4
; καιρίῃ (sc. πληγῇ)τετύφθαι Hdt.3.64
; ;εἰληφέναι καὶ δεδωκέναι πληγάς D.54.14
; π. ἐμβαλεῖν, ἐντείνειν τινί, X.An.1.5.11, 2.4.11, etc.; ;ἐντρίβειν τινί Luc.Ind.25
, cf. Somn.14;προστρίβεσθαι Ar.Eq.5
;τὰς ἐξ ἀνθρώπων πληγὰς μαστιγοῦν τινα Aeschin.1.59
;πληγὴν ἐπὶ πληγῇ φέρειν Plb.2.33.6
;π. παρὰ πληγήν Ar.Ra. 643
; πληγαῖς ζημιοῦν, κολάζειν, Th.8.74, Pl.Lg. 762c, etc.;δίκη ὕβρεως ἢ πληγῶν PHal.1.115
(iii B.C.); πληγῆς ἄρχειν strike the first blow, Antipho 4.2.2; τὰς π. στέγειν, of the shell of a tortoise, Ar.V. 1295.2 stroke by lightning, Hes.Th. 857 (pl.); πλαγαὶ σιδάρου strokes of axe or sword, Pi.P.4.246, O.10(11).37;κλυδωνίου.. πληγαῖς A.Th. 796
; στέρνων πλαγαί beating of breasts, S.El. 90 (anap.); π. τῶν ὀδόντων strokes from boars' tusks, X.Cyn.10.5; spearing of fish, Pl.Lg. 824 (pl.); of pig-sticking,οἱ κάπροι οἱ πρὸς τὴν π... ὠθούμενοι Id.Euthd. 294d
: in sg., fight with clubs, Hdt.2.63.3 stroke or impression on the ears or eyes, Pl.Ti. 67b, Plu. 2.490c, etc.;αἱ νοήσεις τύποι ἔσονται· εἰ δὲ τοῦτο, καὶ ἐπακτοὶ καὶ πληγαί Plot.5.5.1
.5 beat of the pulse, Gal.9.464.6 metaph., blow, stroke of calamity, esp. in war,ἐν μιᾷ π. κατέφθαρται.. ὄλβος A.Pers. 251
, cf. Hell.Oxy.16.2; ἐν πληγαῖς ὄντες ibid.;πληγὴν ὑπήνεγκεν ἡ πόλις Arist.Pol. 1270a33
;πληγῇ περιπεπτωκέναι Plb.14.9.6
;πληγαὶ βιότου A.Eu. 933
(anap.); π. Διός α heaven-sent plague, Id.Ag. 367 (lyr.), S.Aj. 137 (anap.); μὴ 'κ θεοῦ π. τις ἥκει ib. 279;δμαθέντες πλαγαῖσι ποντίαισιν A.Pers. 908
(lyr.); of the ten plagues of Egypt, J.BJ5.9.4.
См. также в других словарях:
πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… … Dictionary of Greek